- καρβουνιάζω
- [карвуниазо] ρ поджаривать (на углях).
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
καρβουνιάζω — καρβουνιάζω, καρβούνιασα, καρβουνιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καρβουνιάζω — [κάρβουνο] 1. μεταβάλλω κάτι σε κάρβουνο, απανθρακώνω 2. παρασκευάζω κάρβουνα 3. (αμτβ.) γίνομαι κάρβουνο … Dictionary of Greek
καρβουνιάζω — καρβούνιασα, καρβουνιάστηκα, καρβουνιασμένος 1. μεταβάλλω κάτι σε κάρβουνο: Το καρβούνιασες το κρέας. 2. γίνομαι κάρβουνο: Καρβούνιασε το ψωμί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρβούνιασμα — το [καρβουνιάζω] 1. ανθρακοποίηση, απανθράκωση, η καύση τών ξύλων και η μετατροπή τους σε κάρβουνα 2. το μαύρισμα με κάρβουνα, ασβόλωση … Dictionary of Greek